- σαγῇ
- σάσσωaor subj pass 3rd sgσάττωfill quite fullaor subj pass 3rd sgσαγήpackfem dat sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
σαγή — pack fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σαγή — η, ΝΑ νεοελλ. το σύνολο τών εξαρτημάτων που τίθενται στα υποζύγια για ίππευση, για ζεύξη ή για φόρτωση αρχ. 1. το φορτίο τών αποσκευών που ανήκουν σε οδοιπόρο («αὐτόφορτος οἰκείᾳ σαγῇ» μεταφέροντας ο ίδιος τις αποσκευές του, Αισχύλ.) 2.… … Dictionary of Greek
σαγή — η σύνολο εξαρτημάτων που τα βάζουν στα υποζύγια προκειμένου να τα φορτώσουν ή να τα ζέψουν ή να τα ιππεύσουν: Σαγή ίππευσης … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
σάγη — σάσσω aor ind pass 3rd sg (homeric ionic) σάττω fill quite full aor ind pass 3rd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σαγαῖς — σαγή pack fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σαγαί — σαγή pack fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σαγέων — σαγή pack fem gen pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σαγήν — σαγή pack fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πανσαγία — ἡ, Α η πανοπλία. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + σάγη / σαγή «φορτίο, οπλισμός» (< σάττω / σάσσω)] … Dictionary of Greek
σάττω — ΝΑ, και ιων. τ. σάσσω Α νεοελλ. σελώνω, σαμαρώνω μσν. καταβυθίζω αρχ. 1. γεμίζω εντελώς, γεμίζω μέχρι επάνω («πᾱς δ ἀνὴρ ἔσαττε τεῡχος ἡ κόϊκ ἢ κωρύκους», Φερεκρ.) 2. παραφουσκώνω, παραγεμίζω 3. τακτοποιώ κάτι εναποθέτοντάς το σε αλλεπάλληλα… … Dictionary of Greek